Εισαγωγή – Ουβερτούρα - Ouverture (γαλ.)

Οι πρώτες εμφανίσεις της ουβερτούρας λαμβάνουν χώρα στα μέσα του 17ου αιώνα οπότε δύο είδη εισαγωγών είχαν αναπτυχθεί. Η γαλλική ουβερτούρα όπου δημιουργήθηκε από τον Λουλί Ζαν Μπαπτίστ (Lully Jean Baptiste) και χωριζόταν σε δύο μέρη. Το πρώτο ήταν αργό και μεγαλοπρεπές και το δεύτερο ήταν γρήγορο και παιχνιδιάρικο. Κατόπιν, ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι, καθιέρωσε την ιταλική ουβερτούρα η οποία αποτελείται από τρία μέρη: Γρήγορο - Αργό - Γρήγορο. Αυτή η μορφή αποτέλεσε τον προάγγελο της οργανικής φόρμας, της συμφωνίας.

Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, η ουβερτούρα άρχισε να περιέχει θεματικό υλικό της όπερας προκειμένου να επιτευχθεί συνοχή του «κλίματος» με αυτό που θα ακολουθούσε. Από τους πρώτους που το εφάρμοσαν αυτό ήταν ο Βίλιμπαλντ Γκλούκ. Η επιρροή του Γκλούκ φαίνεται στις όπερες του Μότσαρτ.

Κατά τον 19ο αιώνα, η αναπτυσσόμενη ουβερτούρα πλέον μοιάζει με το πρώτο μέρος της συμφωνίας (σονάτα). Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ προέκτεινε και άλλο την ουβερτούρα δίνοντας το δραματικό χαρακτήρα που ακολουθούσε στην πλοκή του έργου, μετατρέποντάς την σε εκτεταμένο πρελούδιο (Vorspiel), που ενσωματωνόταν στην όπερα χωρίς διακοπή.

Τον 20ό αιώνα, οι συνθέτες έπαψαν να χρησιμοποιούν ουβερτούρα στις όπερες, παρόλο που συνέχισε να υφίσταται σε άλλες σκηνικές μορφές (π.χ. οπερέτα).