Γλωσσίδι - Γλωττίδα (Reed)

Λεπτό φύλλο από ελαστικό υλικό (μέταλλο, καλάμι, πλαστικό), το οποίο παλλόμενο χρησιμοποιείται για την παραγωγή του ήχου σε διάφορα αερόφωνα. Στα ξύλινα πνευστά (σαξόφωνο, όμποε, κλαρινέτο), το γλωσσίδι πάλλεται με την αναπνοή του εκτελεστή και οι παλμοί μεταδίδονται στον αέρα που βρίσκεται στο εσωτερικό του σωλήνα του οργάνου, ώστε να παράγεται ήχος. Υπάρχουν τρία είδη γλωττίδας.

α) Μονό γλωσσίδι: χρησιμοποιείται στο σαξόφωνο, στο κλαρινέτο, στους αυλούς του εκκλησιαστικού οργάνου κλπ. Πάλλεται χτυπώντας σ’ ένα τμήμα του σωλήνα («επικρουστικό» γλωσσίδι).

β) Διπλό γλωσσίδι: χρησιμοποιείται στο φαγκότο, στο αγγλικό κόρνο, στο όμποε κλπ. Αποτελείται από «φύλλο» καλαμιού λυγισμένο στη μέση και στερεωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε τα ελεύθερα άκρα του να πάλλονται χτυπώντας το ένα στο άλλο όταν ένα ρεύμα αέρα περνά ανάμεσά τους. Τα περισσότερα πνευστά με διπλό γλωσσίδι διακρίνονται για τον έρρινο ήχο τους.

γ) Ελεύθερο γλωσσίδι: λίγο μικρότερο από το άνοιγμα στη βάση του οποίου είναι στερεωμένο, πάλλεται μέσα κι έξω απ’ το άνοιγμα αυτό, όπως π.χ. στη φυσαρμόνικα, στο ακορντεόν, στο αρμόνιο, βγάζοντας ήχο ορισμένου τονικού ύψους.