Μπερλιόζ, Έκτωρ – Berlioz, Hector (Γαλλία, 1803-1869)

Γάλλος συνθέτης και κορυφαίος διευθυντής ορχήστρας. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους της γαλλικής ρομαντικής σχολής. Οι λυρικές τραγωδίες του Γκλουκ τον συντάραξαν κι ήταν αυτές που τον έφεραν σε επαφή με τη μουσική. Ανάλογα ερεθίσματα του προσέφεραν οι συμφωνίες του Μπετόβεν κι οι ρομαντικές όπερες του Βέμπερ. Αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές ιατρικής που ακολουθούσε στο Παρίσι και έγινε μαθητής του Γάλλου συνθέτη Λεζιέρ (Le Sueur) και του Τσέχου συνθέτη Ράιχα (Reicha) στο Ωδείο του Παρισιού (1823-25).

Μολονότι ήταν ατίθαση και αντιφατική εκ φύσεως προσωπικότητα, αναγκάζεται να είναι ο τυπικότερος υποψήφιος του διαγωνισμού για το βραβείο της Ρώμης, το οποίο και κερδίζει το 1830, μετά από τρεις αποτυχίες.  Το 1838 γίνεται βιβλιοθηκάριος στο Ωδείο του Παρισιού και το διάστημα 1842-54 περιοδεύει στην Ευρώπη προβάλλοντας το έργο του ως διευθυντής ορχήστρας. Εξάλλου την περίοδο 1835-63 γίνεται γνωστός και ως μουσικοκριτικός δημοσιεύοντας τις κριτικές του στο περιοδικό (Journal des Débats). Έχει την υποστήριξη του Δούκα της Ορλεάνης, του Λιστ και του Μέγερμπερ.

Μετά το θάνατό του, το έργο του βρήκε μεγάλη απήχηση σ' όλον τον κόσμο. Με τη «Φανταστική Συμφωνία»(1831) που εμπνεύσθηκε από τον έρωτά του για την Ιρλανδή ηθοποιό Harriet Smithson, έφερε αισθητική επανάσταση καθιερώνοντας την προγραμματική - περιγραφική μουσική ως δεσπόζον ορχηστρικό είδος, του Ρομαντισμού. Με το έργο του «Ο Χάρολντ στην Ιταλία» (1834), η τεχνική του προοιωνίζει το είδος του «Συμφωνικού Ποιήματος». Μνημειώδης είναι η λυρική τραγωδία «Τρώες» αλλά και άλλα συμφωνικά έργα, όπως  «Η παιδική ηλικία του Χριστού», «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» και «Καταδίκη του Φάουστ», που αποτελούν κορυφαία δείγματα της δημιουργίας του.