1ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Μουσικής Έρευνας

ΜΟΥΣΙΚΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΩΔΕΙΑ. ΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ.


Στην Ελλάδα, το ωδείο παραμένει ο βασικός φορέας, ο οποίος παρέχει “επίσημη” μουσική εκπαίδευση σε ένα ευρύ κοινό.  Τα τελευταία χρόνια και σε διεθνές επίπεδο, η μουσική ποιότητα της παρεχόμενης μουσικής εκπαίδευσης αποτελεί αντικείμενο έρευνας.  Αναζητούνται αξιόπιστες και έγκυρες μέθοδοι αξιολόγησης των ωδειακών και γενικότερα των μουσικών-εκπαιδευτικών προγραμμάτων.  Στόχος της παρουσίασης είναι α) να αναδειχθούν οι τάσεις, τα προβλήματα και οι προοπτικές της ερευνητικής προσπάθειας και β) να διαφανεί ο ρόλος των ωδείων και η σχέση τους με την έρευνα.  
Μαρία Ευπατρίδου  

Ως μουσικός που εργάζομαι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διδάσκω σε παιδιά που φοιτούν στην τρίτη έως και την έκτη δημοτικού, καλούμαι συχνά από τους γονείς να αποφανθώ για το αν το τάδε παιδί “έχει ή δεν έχει ταλέντο στη μουσική”, αν “αξίζει τον κόπο και τα έξοδα να ξεκινήσει μαθήματα στο όργανο που ζητά”, “ποιο είναι το πιο εύκολο ή το καταλληλότερο όργανο σε κάθε περίπτωση” και κυρίως “αν ξέρω κάποιο καλό ωδείο” για να τους το συστήσω.  Η επιλογή ωδείου και μάλιστα “καλού” φαίνεται να αποτελεί ουσιαστικό μέλημα των γονιών, παρόλο που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι εποχές κατά τις οποίες τα ωδεία έκαναν “χρυσές δουλειές”, ήταν γεμάτα από μαθητές οι οποίοι φοιτούσαν για μακρό χρονικό διάστημα, κάνοντας το χόμπι τους, και δεν επεδίωκαν απαραίτητα ένα ή και περισσότερα πτυχία.

Ωστόσο, για τους εναπομείναντες και κυρίως για όσους έχουν επενδύσει ουσιαστικά  - και οικονομικά  -  στις μουσικές σπουδές, το “καλό” ωδείο φαίνεται να αποτελεί εγγύηση για την επιδιωκόμενη  - και πολυδιαφημιζόμενη -  μουσική, εκπαιδευτική, γνωστική, πολιτιστική αλλά και πνευματική καλλιέργεια που παρέχει.

Η ιστορία του ωδείου,   η φιλοσοφία της διεύθυνσης, το διδακτικό προσωπικό που απασχολεί, ο αριθμός των μαθητών, το εύρος και η ποικιλία των μαθημάτων που προσφέρει, οι σύγχρονες μουσικοπαιδαγωγικές προσεγγίσεις που υιοθετεί, η διοργάνωση σεμιναρίων με επισκέπτες ομιλητές, επιφανείς καθηγητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, το ποσοστό επιτυχίας στις αυστηρές εξετάσεις, οι ενδο-ωδειακές και ευρύτερες κοινωνικο-πολιτιστικές εκδηλώσεις, τα διόλου ευκαταφρόνητα δίδακτρα και ο άρτιος υλικοτεχνικός εξοπλισμός θεωρούνται από πολλούς ως ασφαλείς και αδιαμφισβήτητοι δείκτες για το υψηλό επίπεδο της παρεχόμενης μουσικής εκπαίδευσης.  (Βλέπε σχ. 1)

 

                                (1)

Αβίαστα υιοθετεί κανείς την άποψη ότι εφόσον ο μαθητής, ή η μαθήτρια έχουν “ταλέντο” και διάθεση για σκληρή δουλειά, οι καθηγητές είναι καταρτισμένοι και το περιβάλλον του ωδείου διαθέτει όσο το δυνατό περισσότερα από τα παραπάνω, τότε πληρούνται και οι προϋποθέσεις για επιτυχή και ολοκληρωμένη μουσική διδασκαλία και μάθηση.  Κατά πόσο όμως είναι εφικτή η αξιολόγηση της μουσικής διάστασης της μουσικής εκπαίδευσης με κριτήρια εξω-μουσικά;  Και αν αυτό συμβαίνει, μία τέτοιας μορφής αξιολόγηση μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη και κατ’ επέκταση χρήσιμη; 

Μία διαφορετική προσέγγιση στην αναζήτηση κατάλληλων κριτηρίων εστιάζει στην εκπαιδευτική διάσταση της μουσικής εκπαίδευσης.  Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο εκπαιδευτικός καλείτο να διαδραματίσει παιδαγωγικό ρόλο και να παράγει εκπαιδευτικό έργο, ανεξαρτήτως του αντικειμένου της ειδικότητας του.  Το σκεπτικό ήταν ότι υπήρχε ένας ενιαίος επιτυχής τρόπος διδασκαλίας για τα μαθηματικά και τη γλώσσα, έως τη μουσική και τις τέχνες.  Με βάση αυτό το σκεπτικό έχουν θεσπιστεί σειρές από κριτήρια που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση προγραμμάτων και συστημάτων μουσικής εκπαίδευσης.  Ωστόσο και τα εκπαιδευτικά κριτήρια, αν και χρήσιμα, δε μπορούν να “μετρήσουν” τη μουσική ποιότητα και αρτιότητα της μουσικής διδασκαλίας και μάθησης. 

Την τελευταία δεκαετία η εκπαιδευτική έρευνα χαρακτηρίζεται από τη στροφή στη μελέτη των επιμέρους ειδικών θεματικών ενοτήτων, και κατά συνέπεια στη μουσική διάσταση της μουσικής διδασκαλίας και μάθησης.  Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι κυρίως θεωρητικό αλλά έχει προεκτάσεις και επιπτώσεις στη μουσική πράξη και στην αξιολόγησή της.  Ως επιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν  α) η πληθώρα μεν, ατεκμηρίωτων δε απόψεων και ιδεολογημάτων για το ποια μπορεί να είναι επιτέλους η αποτελεσματική μουσική εκπαίδευση και  β) η έλλειψη εμπειρικών δεδομένων τα οποία να θεμελιώνουν  και να δικαιολογούν την υιοθέτηση και εφαρμογή των καταλληλότερων μεθόδων διδασκαλίας. (Βλέπε σχ. 2)

 

                                                                                                                                                                (2)

 

Το μάθημα μουσικής στο ωδείο σε σύγκριση με το μάθημα μουσικής στη σχολική τάξη αποτελεί μία διαφορετική πραγματικότητα, επειδή  - θεωρητικά τουλάχιστον -  είναι αποτέλεσμα επιλογής των διδασκομένων   και όχι υποχρεωτικής αποδοχής.  Έχοντας αυτό ως δεδομένο, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι κύριο μέλημα των διδασκόντων σε κάθε ωδείο, αλλά και των μουσικών γενικότερα είναι α) η ανάδειξη της δύναμης της μουσικής ως αυτόνομου πολυεπίπεδου κώδικα έκφρασης και επικοινωνίας, β) η αποδοχή των ιδιαίτερων μουσικών κωδίκων των μαθητών και η μέριμνα να έλθουν σε επαφή με τη μουσική μέσα από τις παραμέτρους της ακρόασης, σύνθεσης και εκτέλεσης και γ) η εξοικείωση των μαθητών με τη μουσική δράση και η ανάπτυξη ευχέρειας της οποίας έπεται γιατί δεν έχει νόημα να προηγείται η εξοικείωση με τη μουσική γραφή και ανάγνωση.  (Βλέπε σχ. 3)

                              ( 3)

 

Η μουσικοπαιδαγωγική έρευνα στοχεύει στο να πιστοποιήσει την εγκυρότητα των τριών αυτών γενικών αρχών, να ελέγξει το βαθμό γενίκευσης και ταυτόχρονα να δοκιμάσει την αξιοπιστία τους.  Και οι τρεις αρχές αποσκοπούν στη διασφάλιση της ποιότητας της μουσικής συνδιαλλαγής μεταξύ δασκάλου και μαθητή.  Η πορεία της έρευνας δείχνει ότι οι αρχές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μουσικά κριτήρια για την αξιολόγηση της μουσικοπαιδαγωγικής πράξης και ανάλογα με τη μορφή του οργάνου μέτρησης να δώσουν μία σειρά από δεδομένα για περαιτέρω ανάλυση.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρω πως η εμπειρική βάση της έρευνας μου επικεντρώνεται σε ένα ωδείο και συγκεκριμένα εξετάζονται δύο διαφορετικά συστήματα μουσικής προπαιδείας, όπως είθισται να ονομάζεται η διδασκαλία της μουσικής σε ολιγάριθμες ομάδες παιδιών προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. 

Από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου, θεωρώ ως θετικούς παράγοντες για την εξέλιξη της έρευνας στο χώρο του ωδείου, την απρόσκοπτη πρόσβαση στην καθεαυτή μουσική πράξη και διδασκαλία, την παροχή γενικότερων πληροφοριών από τη διεύθυνση και το προσωπικό, τη διάθεση για συνεργασία από τους διδάσκοντες και την ένθερμη παρότρυνση των γονέων των μαθητών για την αξιολόγηση του επιπέδου της μουσικής μάθησης των παιδιών τους, διαμέσου και της αξιολόγησης της διδασκαλίας.  Ωστόσο η ανακοίνωση των ερευνητικών πορισμάτων αποτελεί για διαφορετικούς για τον καθένα λόγους το ευαίσθητο θέμα για τους συμμετέχοντες.

 

 

                                                                                                                                            (4)

 

Το ωδείο , εκτός από επιτυχημένη επιχείρηση μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τόσο ως ερευνητικό πεδίο, όσο και ως αποδέκτης των εξελίξεων στην έρευνα. (Βλέπε σχ.4)

Η αξιοποίηση της έρευνας καθιστά το ωδείο νευραλγικό παράγοντα στη διαμόρφωση αρτιότερων μουσικά εκπαιδευτικών προγραμμάτων, συνδέοντας το ταυτόχρονα με τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα.  Γιατί το σλόγκαν “10 χρόνια Μελωδία, τύφλα να’ χουν τα ωδεία” των γνωστών τραγουδοποιών Κατσιμίχα είναι καρός να αντιμετωπιστεί στη σωστή του βάση, όχι ως προσβολή, αλλά ως πρόκληση και πρόσκληση για γόνιμο προβληματισμό και ανάλογη δράση.

Κατεβάστε την ομιλία σε [pdf] format