τήνελλα (Δημ., LSJ)· λέξη που σχηματίστηκε από τον Αρχίλοχο, ο οποίος, για να μιμηθεί τον ήχο χορδής $λύρας*λύρα| (ή $κιθάρας*κιθάρα|), άρχιζε ένα θριαμβευτικό ύμνο στον Ηρακλή με τα λόγια "τήνελλα, ώ καλλίνικε, χαίρε" (PLG II, απόσπ. 119). Αργότερα, οι λέξεις "τήνελλα, καλλίνικε" έγιναν ένας κοινός τρόπος χαιρετισμού των νικητών στους αγώνες.
Βλ. επίσης τα λ. $βλίτυρι*, $θρεττανελό*, $τορέλλη*. , (Δημ., LSJ)· λέξη που σχηματίστηκε από τον Αρχίλοχο, ο οποίος, για να μιμηθεί τον ήχο χορδής λύρας (ή κιθάρας), άρχιζε ένα θριαμβευτικό ύμνο στον Ηρακλή με τα λόγια "τήνελλα, ώ καλλίνικε, χαίρε" (PLG II, απόσπ. 119). Αργότερα, οι λέξεις "τήνελλα, καλλίνικε" έγιναν ένας κοινός τρόπος χαιρετισμού των νικητών στους αγώνες.
Βλ. επίσης τα λ. βλίτυρι, θρεττανελό, τορέλλη.
|
|