Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

τίτυρος

(Ησύχ.) καλάμι, αλλά και αυλός, ίσως ποιμενικός· βλ. $τιτύρινος*. Τίτυρος ήταν στη δωρική διάλεκτο ο Σάτυρος.

, (Ησύχ.) καλάμι, αλλά και αυλός, ίσως ποιμενικός· βλ. τιτύρινος. Τίτυρος ήταν στη δωρική διάλεκτο ο Σάτυρος.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: