τονή επιμήκυνση μιας νότας· η παραμονή επί μακρό χρόνο πάνω σε μια νότα. Κλεον.: (Εισαγ. 14, Mb 22, C.v.J. 207): "τονή δε η επί πλείονα χρόνον μονή κατά μίαν γινομένη προφοράν της φωνής" (τονή είναι η παραμονή επί μακρότερο χρόνο σε μια εκφορά της φωνής).
Βλ. τα λ. $αγωγή*, $πεττεία*, $πλοκή*.
, επιμήκυνση μιας νότας· η παραμονή επί μακρό χρόνο πάνω σε μια νότα. Κλεον.: (Εισαγ. 14, Mb 22, C.v.J. 207): "τονή δε η επί πλείονα χρόνον μονή κατά μίαν γινομένη προφοράν της φωνής" (τονή είναι η παραμονή επί μακρότερο χρόνο σε μια εκφορά της φωνής).
Βλ. τα λ. αγωγή, πεττεία, πλοκή.
|
|