Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

απλάστως

επίρρ.· φυσικά, με απλό, ανεπιτήδευτο τρόπο· λ.χ. "αυλώ απλάστως" (παίζω με απλό τρόπο, φυσικά, τον αυλό). $Θεόφραστος* Περί φυτών ιστορίας XI, 4: "ηύλουν απλάστως" (έπαιζαν τον $αυλό*αυλός| σε απλό στιλ).

, επίρρ.· φυσικά, με απλό, ανεπιτήδευτο τρόπο· λ.χ. "αυλώ απλάστως" (παίζω με απλό τρόπο, φυσικά, τον αυλό). Θεόφραστος Περί φυτών ιστορίας XI, 4: "ηύλουν απλάστως" (έπαιζαν τον αυλό σε απλό στιλ).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: