τορέλλη θρακική θρηνητική αναφώνηση με συνοδεία $αυλού*αυλός| (Ησύχ. : "επιφώνημα θρηνητικόν συν αυλώ Θρακικόν").
Βλ. τα λ. $βλίτυρι*, $θρεττανελό*, $τήνελλα*. , θρακική θρηνητική αναφώνηση με συνοδεία αυλού (Ησύχ. : "επιφώνημα θρηνητικόν συν αυλώ Θρακικόν").
Βλ. τα λ. βλίτυρι, θρεττανελό, τήνελλα.
|
|