τορεύειν ωδήν έκφραση που σήμαινε να τραγουδά κανείς με ισχυρή, ηχηρή, δυνατή φωνή. Στην περίπτωση του στιλ, ίσως να σήμαινε εμπλουτισμό· Αριστοφ. (Θεσμοφοριάζουσαι 986): "τόρενε πάσαν ώδήν" (δώσε υψηλότερο ύφος [ή ισχυρότερο τόνο] σε κάθε τραγούδι).
, έκφραση που σήμαινε να τραγουδά κανείς με ισχυρή, ηχηρή, δυνατή φωνή. Στην περίπτωση του στιλ, ίσως να σήμαινε εμπλουτισμό· Αριστοφ. (Θεσμοφοριάζουσαι 986): "τόρενε πάσαν ώδήν" (δώσε υψηλότερο ύφος [ή ισχυρότερο τόνο] σε κάθε τραγούδι).
|
|