τρήμα τρύπα. Τρήματα· οι τρύπες του $αυλού*αυλός|. Χρησιμοποιούνταν επίσης οι λέξεις τρύπημα, τρύμη και διατομή. Ο κατασκευαστής τους λεγόταν $αυλοτρύπης*.
Βλ. και λ. $αυλός*. , τρύπα. Τρήματα· οι τρύπες του αυλού. Χρησιμοποιούνταν επίσης οι λέξεις τρύπημα, τρύμη και διατομή. Ο κατασκευαστής τους λεγόταν αυλοτρύπης.
Βλ. και λ. αυλός.
|
|