Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

τριηραύλης

(τριήρης+αυλός)· $αυλητής* που με το παίξιμό του ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών (πρβ. Πολυδ. IV, 71).

, (τριήρης+αυλός)· αυλητής που με το παίξιμό του ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών (πρβ. Πολυδ. IV, 71).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: