τρυγωδοποιομουσική η τέχνη της κωμωδίας (Δημ., LSJ).
Πρβ. Kock CAF Ι, 480, απόσπ. 313, Αριστοφ. Θεσμοφοριάζουσαι· Bothe PSGF ΙΙ, 100.
Τρυγωδός· κωμικός τραγουδιστής· τραγουδιστής του μούστου (οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπα τους με μούστο), Δημ., LSJ.
Βλ. λ. $κώμος*.
, η τέχνη της κωμωδίας (Δημ., LSJ).
Πρβ. Kock CAF Ι, 480, απόσπ. 313, Αριστοφ. Θεσμοφοριάζουσαι· Bothe PSGF ΙΙ, 100.
Τρυγωδός· κωμικός τραγουδιστής· τραγουδιστής του μούστου (οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπα τους με μούστο), Δημ., LSJ.
Βλ. λ. κώμος.
|
|