υπαυλώ συνοδεύω (ένα τραγούδι ή χορό) με $αυλό*αυλός|· με αυτή την έννοια είναι συνώνυμο του $προσαυλώ*προσαύλησις|. Ο Επίχαρμος, στο έργο του Περίαλλος (στον Αθήν. Δ', 183C, 81), γράφει: "και υπαυλεί σφιν σοφός κιθάρα παριαμβίδας" (και ένας δεξιοτέχνης κιθαριστής παίζει γι' αυτούς $παριαμβίδες*παριαμβίς| με συνοδεία αυλού). Αυτή η πρόταση παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες και μεταφράστηκε με διάφορους τρόπους· ο Gevaert μεταφράζει: "ενώ στο φλάουτο (αυλό), που ενώνεται με την κιθάρα, ένας επιδέξιος μουσικός παίζει (υπαυλεί) παριαμβίδες".
Σημείωση: υπαυλώ κατά το Δημ.: "παίζω τον αυλόν εν συμφωνία". , συνοδεύω (ένα τραγούδι ή χορό) με αυλό· με αυτή την έννοια είναι συνώνυμο του προσαυλώ. Ο Επίχαρμος, στο έργο του Περίαλλος (στον Αθήν. Δ', 183C, 81), γράφει: "και υπαυλεί σφιν σοφός κιθάρα παριαμβίδας" (και ένας δεξιοτέχνης κιθαριστής παίζει γι' αυτούς παριαμβίδες με συνοδεία αυλού). Αυτή η πρόταση παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες και μεταφράστηκε με διάφορους τρόπους· ο Gevaert μεταφράζει: "ενώ στο φλάουτο (αυλό), που ενώνεται με την κιθάρα, ένας επιδέξιος μουσικός παίζει (υπαυλεί) παριαμβίδες".
Σημείωση: υπαυλώ κατά το Δημ.: "παίζω τον αυλόν εν συμφωνία".
|
|