υπέρτονος (Δημ. και LSJ) τεντωμένος στο έπακρο· υπερβολικά οξύς η δυνατός. υπέρτονον σάλπισμα πολύ δυνατό (ή πολύ οξύ στο ύψος) σάλπισμα.
, (Δημ. και LSJ) τεντωμένος στο έπακρο· υπερβολικά οξύς η δυνατός. υπέρτονον σάλπισμα πολύ δυνατό (ή πολύ οξύ στο ύψος) σάλπισμα.
|
|