Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

υπέρτονος

(Δημ. και LSJ) τεντωμένος στο έπακρο· υπερβολικά οξύς η δυνατός. υπέρτονον σάλπισμα πολύ δυνατό (ή πολύ οξύ στο ύψος) σάλπισμα.

, (Δημ. και LSJ) τεντωμένος στο έπακρο· υπερβολικά οξύς η δυνατός. υπέρτονον σάλπισμα πολύ δυνατό (ή πολύ οξύ στο ύψος) σάλπισμα.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: