υπορχηματική (επίθ.) όρχησις· σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς, ήταν ένα είδος παιχνιδιάρικου χορού συνοδευμένου από τραγούδι. Ήταν ένας από τους τρεις χορούς της λυρικής ποίησης (οι άλλοι δύο ήταν η $πυρρίχη* και η $γυμνοπαιδική*) και συνδεόταν με την κωμική όρχηση $κόρδαξ* (Αθήν. ΙΔ', 630D-E, 28).
Κατά τον $Πίνδαρο*Πίνδαρος|, τον χόρευαν οι Λάκωνες, άνδρες και γυναίκες ("ορχούνται δε ταύτην παρά τω Πινδάρω οι Λάκωνες, και εστίν υπορχηματική όρχησις ανδρών και γυναικών"· Αθήν. 631C, 30). , (επίθ.) όρχησις· σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς, ήταν ένα είδος παιχνιδιάρικου χορού συνοδευμένου από τραγούδι. Ήταν ένας από τους τρεις χορούς της λυρικής ποίησης (οι άλλοι δύο ήταν η πυρρίχη και η γυμνοπαιδική) και συνδεόταν με την κωμική όρχηση κόρδαξ (Αθήν. ΙΔ', 630D-E, 28). Κατά τον Πίνδαρο, τον χόρευαν οι Λάκωνες, άνδρες και γυναίκες ("ορχούνται δε ταύτην παρά τω Πινδάρω οι Λάκωνες, και εστίν υπορχηματική όρχησις ανδρών και γυναικών"· Αθήν. 631C, 30).
|
|