απόμουσος ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες. Επίσης, ιδιαίτερα στη μουσική, εκείνος που δεν ξέρει ή δεν έχει κάποιο αίσθημα ή κλίση για τη μουσική. βλ. λ. $άμουσος*. , ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες. Επίσης, ιδιαίτερα στη μουσική, εκείνος που δεν ξέρει ή δεν έχει κάποιο αίσθημα ή κλίση για τη μουσική. βλ. λ. άμουσος.
Συν. άμουσος
|
|