Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

απόμουσος

ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες. Επίσης, ιδιαίτερα στη μουσική, εκείνος που δεν ξέρει ή δεν έχει κάποιο αίσθημα ή κλίση για τη μουσική. βλ. λ. $άμουσος*.

, ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες. Επίσης, ιδιαίτερα στη μουσική, εκείνος που δεν ξέρει ή δεν έχει κάποιο αίσθημα ή κλίση για τη μουσική. βλ. λ. άμουσος.

Συν. άμουσος



Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: