υφόλμιον το κατώτερο τμήμα του επιστόμιου, που υποβάσταζε τον $όλμο*όλμος|. Στερεωνόταν στο βόμβυκα (βλ. λ. $βόμβυξ*) του αυλού και είχε σχήμα βολβού. Ο όλμος και το υφόλμιο αποτελούσαν το επιστόμιο του αυλού.
Πρβ. Φερεκράτης (στο Φώτ. Λεξ. 464). Πολυδ. (IV, 70): "των δε άλλων αυλών τα μέρη... όλμοι και ύφόλμια". , το κατώτερο τμήμα του επιστόμιου, που υποβάσταζε τον όλμο. Στερεωνόταν στο βόμβυκα (βλ. λ. βόμβυξ) του αυλού και είχε σχήμα βολβού. Ο όλμος και το υφόλμιο αποτελούσαν το επιστόμιο του αυλού.
Πρβ. Φερεκράτης (στο Φώτ. Λεξ. 464). Πολυδ. (IV, 70): "των δε άλλων αυλών τα μέρη... όλμοι και ύφόλμια".
|
|