φλύαξ (συχνά στον πληθυντικό φλύακες)· είδος τραγικής παρωδίας, που εισήγαγε ο ποιητής Ρίνθων. Ήταν έργο σύνθετο από στοιχεία λαϊκών κωμικών, σατυρικών και άσεμνων ακόμα τραγουδιών των Δωριέων της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας.
, (συχνά στον πληθυντικό φλύακες)· είδος τραγικής παρωδίας, που εισήγαγε ο ποιητής Ρίνθων. Ήταν έργο σύνθετο από στοιχεία λαϊκών κωμικών, σατυρικών και άσεμνων ακόμα τραγουδιών των Δωριέων της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας.
|
|