Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

φόρμιγξ

μια παραλλαγή της αρχαϊκής $λύρας*λύρα|. Ο Κ. Sachs (Hist. 130) υποστηρίζει ότι η φόρμιγγα ήταν "αλάνθαστα μια $κιθάρα*". Ηταν, πιθανώς, το πιο αρχαίο έγχορδο όργανο στα χέρια των $αοιδών*αοιδός|. Εμφανίζεται σε παραστάσεις αγγείων, συνήθως, με τέσσερις χορδές (είχε τρεις έως πέντε), μολονότι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν και για επτάχορδες φόρμιγγες· Πίνδαρος (2ος Πυθιόνικος 70-71), επτάκτυπος· Πίνδαρος (5ος Νεμεόνικος 24), επτάγλωσσος· Στράβων (ΙΓ', 2, 4, 618), επτάτονος. Αυτό είναι μια ένδειξη ότι ο όρος φόρμιγξ χρησιμοποιούνταν συχνά στη θέση του πιο γενικού όρου, της λύρας. Η φόρμιγγα ήταν μικρή, κοίλη και κρατιόταν σε πλαγιαστή θέση, όπως και η λύρα. Η φόρμιγγα θεωρούνταν ιερό όργανο, όπως φανερώνουν πολλά επίθετα που της αποδόθηκαν από τον Όμηρο και άλλους συγγραφείς. Ονομαζόταν περικαλλής: Ομ. Ιλ. Α 603: φόρμιγγος περικαλλέος. Ακόμα, λίγεια (καθαρότονη, γλυκόφωνη), χρυσή, ελεφαντόδετος, γλαφυρά (κοίλη) κτλ. Ομ. Ιλ. Ι 186: "τον δ' εύρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείη" (και τον βρήκαν [τον Αχιλλέα] να τέρπει την ψυχή του με τη γλυκόφωνη φόρμιγγα). Ησίοδος (Ι, 203): "...χρυσείη φόρμιγγι" (...με χρυσή φόρμιγγα)· Αριστοφ. (Όρνιθες 217-219): "ο χρυσοκόμας Φοίβος ακούων τοις σοις ελέγοις αντιψάλλων ελεφαντόδετον φόρμιγγα" (ο χρυσοκόμης Φοίβος παίζοντας σε συνοδεία προς τους θρήνους σου την ελεφαντοκόλλητη φόρμιγγα). Πρβ. $αντίψαλμος*. Και τα δύο ρήματα, φορμίζω και κιθαρίζω, χρησιμοποιούνταν για το παίξιμο της φόρμιγγας ή της κίθαρης: φόρμιγγι κιθαρίζει (πρβ. Ομ. Ιλ. Σ 569-570)· επίσης, κίθαριν... φορμίζων (Ομ. Οδ. α 153-155). φορμικτής και φορμικτήρ· εκτελεστής της φόρμιγγας. φορμικτόν μέλος· τραγούδι με συνοδεία φόρμιγγας. Βιβλιογραφία: Ludwig Deubner, "Die viersaitige Leier", Mitteilungen des Deutschen Archaologischen Instituts, Athenische Abteilung 54(1929), 194-200. K. Sachs, Real-Lex. 1972, σ. 296b "Phorminx".

, μια παραλλαγή της αρχαϊκής λύρας. Ο Κ. Sachs (Hist. 130) υποστηρίζει ότι η φόρμιγγα ήταν "αλάνθαστα μια κιθάρα". Ηταν, πιθανώς, το πιο αρχαίο έγχορδο όργανο στα χέρια των αοιδών. Εμφανίζεται σε παραστάσεις αγγείων, συνήθως, με τέσσερις χορδές (είχε τρεις έως πέντε), μολονότι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν και για επτάχορδες φόρμιγγες· Πίνδαρος (2ος Πυθιόνικος 70-71), επτάκτυπος· Πίνδαρος (5ος Νεμεόνικος 24), επτάγλωσσος· Στράβων (ΙΓ', 2, 4, 618), επτάτονος. Αυτό είναι μια ένδειξη ότι ο όρος φόρμιγξ χρησιμοποιούνταν συχνά στη θέση του πιο γενικού όρου, της λύρας. Η φόρμιγγα ήταν μικρή, κοίλη και κρατιόταν σε πλαγιαστή θέση, όπως και η λύρα.



Η φόρμιγγα θεωρούνταν ιερό όργανο, όπως φανερώνουν πολλά επίθετα που της αποδόθηκαν από τον Όμηρο και άλλους συγγραφείς. Ονομαζόταν περικαλλής: Ομ. Ιλ. Α 603: φόρμιγγος περικαλλέος. Ακόμα, λίγεια (καθαρότονη, γλυκόφωνη), χρυσή, ελεφαντόδετος, γλαφυρά (κοίλη) κτλ. Ομ. Ιλ. Ι 186: "τον δ' εύρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείη" (και τον βρήκαν [τον Αχιλλέα] να τέρπει την ψυχή του με τη γλυκόφωνη φόρμιγγα).
Ησίοδος (Ι, 203): "...χρυσείη φόρμιγγι" (...με χρυσή φόρμιγγα)· Αριστοφ. (Όρνιθες 217-219): "ο χρυσοκόμας Φοίβος ακούων τοις σοις ελέγοις αντιψάλλων ελεφαντόδετον φόρμιγγα" (ο χρυσοκόμης Φοίβος παίζοντας σε συνοδεία προς τους θρήνους σου την ελεφαντοκόλλητη φόρμιγγα). Πρβ. αντίψαλμος.
Και τα δύο ρήματα, φορμίζω και κιθαρίζω, χρησιμοποιούνταν για το παίξιμο της φόρμιγγας ή της κίθαρης: φόρμιγγι κιθαρίζει (πρβ. Ομ. Ιλ. Σ 569-570)· επίσης, κίθαριν... φορμίζων (Ομ. Οδ. α 153-155).

φορμικτής και φορμικτήρ· εκτελεστής της φόρμιγγας.
φορμικτόν μέλος· τραγούδι με συνοδεία φόρμιγγας.



Βιβλιογραφία:

Ludwig Deubner, "Die viersaitige Leier", Mitteilungen des Deutschen Archaologischen Instituts, Athenische Abteilung 54(1929), 194-200.
K. Sachs, Real-Lex. 1972, σ. 296b "Phorminx".





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: