φυσαλλίς είδος $αυλού*αυλός|. Αριστοφ. (Λυσιστράτη 1245-1246)· "λαβέ δήτα τας φυσαλλίδας προς των θεών, ως ήδομαί γ' υμάς ορών όρχουμένους" (πάρε, λοιπόν, τις φυσαλλίδες, για τους θεούς, γιατί χαίρομαι να σας βλέπω να χορεύετε). Schol. Aristoph. : "λαβε δήτα τάς φυσαλλίδας" "τους αυλούς, από του φυσάν".
, είδος αυλού. Αριστοφ. (Λυσιστράτη 1245-1246)· "λαβέ δήτα τας φυσαλλίδας προς των θεών, ως ήδομαί γ' υμάς ορών όρχουμένους" (πάρε, λοιπόν, τις φυσαλλίδες, για τους θεούς, γιατί χαίρομαι να σας βλέπω να χορεύετε). Schol. Aristoph. : "λαβε δήτα τάς φυσαλλίδας" "τους αυλούς, από του φυσάν".
|
|