χειρονόμος ο εκτελεστής $χειρονομιών*χειρονομία|· ο χορευτής, που χορεύοντας εκτελούσε ταυτόχρονα και χειρονομίες. Ησύχ. : "χειρονόμος· ορχηστής".
, ο εκτελεστής χειρονομιών· ο χορευτής, που χορεύοντας εκτελούσε ταυτόχρονα και χειρονομίες. Ησύχ. : "χειρονόμος· ορχηστής".
|
|