χειρουργία εμπειρία, δεξιότητα σε τέχνη των χεριών· τεχνική δεξιότητα.
Το επίθετο χειρουργικός χρησιμοποιείται με τη σημασία της τεχνικής επιδεξιότητας (LSJ, Δημ.), επίσης πρακτικής, οργανικής. Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).
, εμπειρία, δεξιότητα σε τέχνη των χεριών· τεχνική δεξιότητα. Το επίθετο χειρουργικός χρησιμοποιείται με τη σημασία της τεχνικής επιδεξιότητας (LSJ, Δημ.), επίσης πρακτικής, οργανικής. Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).
|
|