Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

χοραύλης

ο $αυλητής* που συνόδευε το χορό με τον αυλό· θεατρικός αυλητής· ο αυλητής της χορευτικής ομάδας. Πλούτ. (Αντώνιος 24): "Αναξήνορες δε κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραύλαι" (Αναξήνορες $κιθαρωδοί*κιθαρωδός| και Ξούθοι χοραυλητές). χοραυλώ· συνοδεύω το χορό [τη χορωδία] με τον αυλό. Στράβων (ΙΖ', 1, 11): "και ο ύστατος Αυλητής, ός χωρίς της άλλης ασέλγειας, χοραυλείν ήσκησε..." (και ο τελευταίος [Πτολεμαίος] ο Αυλητής, ο οποίος, εκτός από την άλλη ακολασία του, άσκησε και τη συνοδεία των χορών με τον αυλό).

, ο αυλητής που συνόδευε το χορό με τον αυλό· θεατρικός αυλητής· ο αυλητής της χορευτικής ομάδας. Πλούτ. (Αντώνιος 24): "Αναξήνορες δε κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραύλαι" (Αναξήνορες κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραυλητές).

χοραυλώ· συνοδεύω το χορό [τη χορωδία] με τον αυλό. Στράβων (ΙΖ', 1, 11): "και ο ύστατος Αυλητής, ός χωρίς της άλλης ασέλγειας, χοραυλείν ήσκησε..." (και ο τελευταίος [Πτολεμαίος] ο Αυλητής, ο οποίος, εκτός από την άλλη ακολασία του, άσκησε και τη συνοδεία των χορών με τον αυλό).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: