χορδοτόνος και χορδοτόνιον μια μικρή πλάκα (σανίδα) στο κατώτερο μέρος του ηχείου της $λύρας* και $κιθάρας*κιθάρα|, πάνω στην οποία οι χορδές στερεώνονταν με κόμπο. Ο Αρτέμων, μιλώντας για το όργανο τρίπους, λέει: "υπερθείς εκάστη [χώρα] πήχυν και κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια" (επάνω από κάθε τόπο [θέση] στερέωσε ένα ζυγό και αποκάτω τα χορδοτόνια). Μαν. Βρυέννιος (Αρμον. 417): "η υπό τας χορδάς υποκείμενη σανίς χορδοτόνος ονομάζεται" (η ξύλινη πλάκα [σανίδα] που βρίσκεται κάτω από τις χορδές ονομάζεται χορδοτόνος).
Πρβ. Νικόμ. Εγχειρ. 6.
χορδότονον (το), αλλά και χορδότονος (ο)· ο $κόλλαβος* (κλειδί), με τον οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. χορδοτόνος (ως επίθ.)· με κουρδισμένη χορδή (ή χορδές)· λ.χ. χορδοτόνος λύρα (Πλούτ. Περί αοργησίας 455D).
Βλ. λ. $επιτόνιον*. , και χορδοτόνιον μια μικρή πλάκα (σανίδα) στο κατώτερο μέρος του ηχείου της λύρας και κιθάρας, πάνω στην οποία οι χορδές στερεώνονταν με κόμπο. Ο Αρτέμων, μιλώντας για το όργανο τρίπους, λέει: "υπερθείς εκάστη [χώρα] πήχυν και κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια" (επάνω από κάθε τόπο [θέση] στερέωσε ένα ζυγό και αποκάτω τα χορδοτόνια). Μαν. Βρυέννιος (Αρμον. 417): "η υπό τας χορδάς υποκείμενη σανίς χορδοτόνος ονομάζεται" (η ξύλινη πλάκα [σανίδα] που βρίσκεται κάτω από τις χορδές ονομάζεται χορδοτόνος).
Πρβ. Νικόμ. Εγχειρ. 6.
χορδότονον (το), αλλά και χορδότονος (ο)· ο κόλλαβος (κλειδί), με τον οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. χορδοτόνος (ως επίθ.)· με κουρδισμένη χορδή (ή χορδές)· λ.χ. χορδοτόνος λύρα (Πλούτ. Περί αοργησίας 455D).
Βλ. λ. επιτόνιον.
|
|