χορεία (α) είδος θρησκευτικού χορού που εκτελούσαν μπροστά στα ιερά, κατά την πομπή των Ελευσίνιων· γενικά, ένας χορικός [χορωδιακός] χορός· επίσης, κυκλικός χορός με τραγούδι· σήμαινε ακόμα και χορική εξάσκηση, εκγύμναση του χορού.
$Πλάτων* (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μην όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού), βλ. και 665Α. Και η $Σούδα* επίσης γράφει: "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι).
(β) μια χορευτική μελωδία· $Πρατίνας*: "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε ταν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανωμένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία [το τραγούδι μου στη $δωρική*δώριος| αρμονία], στον Bergk PLG III, 559, απόσπ. 1, στ. 17). , (α) είδος θρησκευτικού χορού που εκτελούσαν μπροστά στα ιερά, κατά την πομπή των Ελευσίνιων· γενικά, ένας χορικός [χορωδιακός] χορός· επίσης, κυκλικός χορός με τραγούδι· σήμαινε ακόμα και χορική εξάσκηση, εκγύμναση του χορού. Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μην όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού), βλ. και 665Α. Και η Σούδα επίσης γράφει: "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι).
(β) μια χορευτική μελωδία· Πρατίνας: "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε ταν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανωμένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία [το τραγούδι μου στη δωρική αρμονία], στον Bergk PLG III, 559, απόσπ. 1, στ. 17).
|
|