Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

χορείος

(α) είδος αύλησης, σόλο αυλού. Με τη σημασία αυτή περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. λ. $αύλησις*. (β) χορείον (το)· τόπος χορού· ο τόπος όπου χόρευαν· χοροστάσι. Χορείον λεγόταν και ένα αύλημα, μια μελωδία για σόλο αυλού· αλλά και χοροδιδασκαλείο (Ήσ. : "χορείον διδασκαλείον και βωμός τις και αύλημα τι και μέρος τι χωρίου [πιθανόν, μέλος χορικό]"). Η $Σούδα* λέει: "η χόρευσιςχορεία (τα)· "ευχαριστήριες προσφορές [ή θυσίες] για τη νίκη ενός χορού" (LSJ). (γ) χορείος· ο γνωστός ποιητικός πους, τροχαίος ή τρίβραχυς. Βλ. λ. $πους*.

, (α) είδος αύλησης, σόλο αυλού. Με τη σημασία αυτή περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα.

Βλ. λ. αύλησις.

(β) χορείον (το)· τόπος χορού· ο τόπος όπου χόρευαν· χοροστάσι. Χορείον λεγόταν και ένα αύλημα, μια μελωδία για σόλο αυλού· αλλά και χοροδιδασκαλείο (Ήσ. : "χορείον διδασκαλείον και βωμός τις και αύλημα τι και μέρος τι χωρίου [πιθανόν, μέλος χορικό]"). Η Σούδα λέει: "η χόρευσιςχορεία (τα)· "ευχαριστήριες προσφορές [ή θυσίες] για τη νίκη ενός χορού" (LSJ).
(γ) χορείος· ο γνωστός ποιητικός πους, τροχαίος ή τρίβραχυς.

Βλ. λ. πους.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: