Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

χορεύς

μέλος του χορού, τραγουδιστής ή χορευτής. Ησύχ.: "χορεύς, μελωδεί· βακχεύς, ορχείται". χόρευσις· $όρχηση*όρχησις| ($Σούδα* στο λ. χορεία). Πίνδαρος (Παιάν 6, 9): "ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον" (Br. Snell Pind. Carm,. T., 1964, σ. 27). χορευτής· κυρίως, χορικός χορευτής· μέλος του χορού στο δράμα. χορεύω· χορεύω με συνοδεία τραγουδιού (ή οργανικής μουσικής)· παίρνω μέρος σ' ένα χορό, σε χορευτική ομάδα· γιορτάζω ή τιμώ με χορική όρχηση· κινούμαι σε κύκλο, σε κυκλική κίνηση.

, μέλος του χορού, τραγουδιστής ή χορευτής. Ησύχ.: "χορεύς, μελωδεί· βακχεύς, ορχείται".

χόρευσις· όρχηση (Σούδα στο λ. χορεία). Πίνδαρος (Παιάν 6, 9): "ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον" (Br. Snell Pind. Carm,. T., 1964, σ. 27).
χορευτής· κυρίως, χορικός χορευτής· μέλος του χορού στο δράμα.
χορεύω· χορεύω με συνοδεία τραγουδιού (ή οργανικής μουσικής)· παίρνω μέρος σ' ένα χορό, σε χορευτική ομάδα· γιορτάζω ή τιμώ με χορική όρχηση· κινούμαι σε κύκλο, σε κυκλική κίνηση.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: