χορηγός ο αρχηγός του χορού, που αργότερα ονομαζόταν $κορυφαίος*.
Στην Αθήνα, ο χορηγός ήταν επίσης το πρόσωπο που πλήρωνε τις δαπάνες της οργάνωσης του χορού και της δραματικής παράστασης. Αγέχορος ή ηγέχορος ήταν άλλοι όροι για το χορηγό· επίσης, χορηγέτης, $ηγεμών* (του χορού). $Πλάτων* (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δή και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις $Μούσες*Μούσα| και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο).
Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ούχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν χορηγούς [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης) (Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33).
Βλ. επίσης λ. $χοροστάτης*.
χορήγημα· η δαπάνη για την οργάνωση ενός χορού.
χορήγησις· η καταβολή των δαπανών για την οργάνωση ενός χορού.
χορηγία· το λειτούργημα του χορηγού.
χορηγείον· ο τόπος όπου τα μέλη των χορών συγκεντρώνονταν και ασκούνταν από το χορηγό. $Φρύνιχος* (Επιτομή, Σοφιστική Προπαρασκευή· έκδ. Ι. de Borries, I., 1911, σ. 126): "χορηγείον (Δημοσθ. XIX, 200), ο τόπος ένθα ο χορηγός τους τε χορούς και τους υπηρέτας συνάγων συνεκρότει" (χορηγείο [λεγόταν] ο τόπος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορούς [τα μέλη των χορών] και τους βοηθούς και κατάρτιζε [το χορό]). , ο αρχηγός του χορού, που αργότερα ονομαζόταν κορυφαίος. Στην Αθήνα, ο χορηγός ήταν επίσης το πρόσωπο που πλήρωνε τις δαπάνες της οργάνωσης του χορού και της δραματικής παράστασης. Αγέχορος ή ηγέχορος ήταν άλλοι όροι για το χορηγό· επίσης, χορηγέτης, ηγεμών (του χορού). Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δή και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις Μούσες και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο). Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ούχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν χορηγούς [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης) (Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33).
Βλ. επίσης λ. χοροστάτης.
χορήγημα· η δαπάνη για την οργάνωση ενός χορού. χορήγησις· η καταβολή των δαπανών για την οργάνωση ενός χορού. χορηγία· το λειτούργημα του χορηγού. χορηγείον· ο τόπος όπου τα μέλη των χορών συγκεντρώνονταν και ασκούνταν από το χορηγό. Φρύνιχος (Επιτομή, Σοφιστική Προπαρασκευή· έκδ. Ι. de Borries, I., 1911, σ. 126): "χορηγείον (Δημοσθ. XIX, 200), ο τόπος ένθα ο χορηγός τους τε χορούς και τους υπηρέτας συνάγων συνεκρότει" (χορηγείο [λεγόταν] ο τόπος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορούς [τα μέλη των χορών] και τους βοηθούς και κατάρτιζε [το χορό]).
|
|