χορικός χορικόν μέλος· χορικό τραγούδι. Ως είδος σύνθεσης προήλθε από την αρχαία όρχηση. Κατά την όρχηση, οι αρχαίοι συνήθιζαν να εκφράζουν τα αισθήματά τους πρώτα με αναφωνήσεις, υστέρα με ολόκληρες φράσεις και κατόπι με τραγούδια. Το χορικό τραγούδι αναπτύχθηκε στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών προς τιμήν διαφόρων θεών και περιλάμβανε και κάποια μιμική όρχηση. Έγινε και παρέμεινε ένα βασικό στοιχείο του $διθυράμβου*διθύραμβος| και του δράματος. Χορικά τραγούδια ήταν τα $εμβατήρια*εμβατήριον|, τα $παρθένεια*, τα $υπορχήματα*υπόρχημα|, οι $παιάνες*παιάν| κτλ.
χορικόν (ούσ.)· το χορικό μέρος στο δράμα (βλ. τα λ. $πάροδος*, $στάσιμον*, $επιπάροδος*, $εξόδιον*).
χορικός αυλός· συχνά στον πληθυντικό: οι αυλοί που χρησιμοποιούνταν στους διθυράμβους. Πολυδ. (IV, 81): "οι δε χορικοί διθυράμβοις προσηύλουν" (οι χορικοί αυλοί συνόδευαν τους διθυράμβους).
χορικαι ωδαί· χορικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα χορικά στο αρχαίο δράμα.
χορική μούσα· χορωδιακή μούσα.
, χορικόν μέλος· χορικό τραγούδι. Ως είδος σύνθεσης προήλθε από την αρχαία όρχηση. Κατά την όρχηση, οι αρχαίοι συνήθιζαν να εκφράζουν τα αισθήματά τους πρώτα με αναφωνήσεις, υστέρα με ολόκληρες φράσεις και κατόπι με τραγούδια. Το χορικό τραγούδι αναπτύχθηκε στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών προς τιμήν διαφόρων θεών και περιλάμβανε και κάποια μιμική όρχηση. Έγινε και παρέμεινε ένα βασικό στοιχείο του διθυράμβου και του δράματος. Χορικά τραγούδια ήταν τα εμβατήρια, τα παρθένεια, τα υπορχήματα, οι παιάνες κτλ.
χορικόν (ούσ.)· το χορικό μέρος στο δράμα (βλ. τα λ. πάροδος, στάσιμον, επιπάροδος, εξόδιον). χορικός αυλός· συχνά στον πληθυντικό: οι αυλοί που χρησιμοποιούνταν στους διθυράμβους. Πολυδ. (IV, 81): "οι δε χορικοί διθυράμβοις προσηύλουν" (οι χορικοί αυλοί συνόδευαν τους διθυράμβους). χορικαι ωδαί· χορικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα χορικά στο αρχαίο δράμα. χορική μούσα· χορωδιακή μούσα.
|
|