χοροκιθαρεύς και χοροκιθαριστής· $κιθαριστής* που συνόδευε (ή έπαιζε με) το χορό.
χοροκιθαρίζω· συνοδεύω το χορό με την $κιθάρα* (ή παίζω κιθάρα στο χορό). Ο Τράγκυλλος ο Σουητώνιος (Δομιτιανός 4, 4) γράφει: "citharaoedos, chorocitharistae et psilocitharistae".
, και χοροκιθαριστής· κιθαριστής που συνόδευε (ή έπαιζε με) το χορό. χοροκιθαρίζω· συνοδεύω το χορό με την κιθάρα (ή παίζω κιθάρα στο χορό). Ο Τράγκυλλος ο Σουητώνιος (Δομιτιανός 4, 4) γράφει: "citharaoedos, chorocitharistae et psilocitharistae".
|
|