χορολέκτης εκλέκτορας $χορού*χορός|· εκείνος που διάλεγε τα μέλη ενός χορού (Πολυδ. IV, 106). Επίσης, χοροποιός· εκείνος που σχημάτιζε το χορό. , εκλέκτορας χορού· εκείνος που διάλεγε τα μέλη ενός χορού (Πολυδ. IV, 106). Επίσης, χοροποιός· εκείνος που σχημάτιζε το χορό.
|
|