Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

χοροστάτης

εκείνος που σχημάτιζε το χορό· που συγκέντρωνε τα μέλη ενός χορού (βλ. λ. $χορολέκτης*). Επίσης, αρχηγός, ηγέτης χορού (βλ. λ. $χορηγός*). Ησύχ. "χοροστατών· χορού κατάρχων" (χοροστατών· αρχηγός χορού). Το ρ. χοροστατώ σήμαινε ηγούμαι του χορού, σχηματίζω το χορό, εκλέγω τα μέλη του. χοροστασία· σχηματισμός ενός χορού· επίσης, η εκτέλεση της όρχησης, επομένως όρχηση, χορός. Ησύχ.: "χοροστασία· χορός". χοροστάς (η)· συνήθως στον πληθυντικό, χοροστάδες· γιορτές που εκτελούνταν με χορικούς χορούς (LSJ, Δημ.). χοροψάλτρια· η $κιθαρίστρια*κιθαριστής| που συνόδευε το χορό, παίζοντας χωρίς πλήκτρο. Βλ. λ. $ψάλλω*.

, εκείνος που σχημάτιζε το χορό· που συγκέντρωνε τα μέλη ενός χορού (βλ. λ. χορολέκτης). Επίσης, αρχηγός, ηγέτης χορού (βλ. λ. χορηγός). Ησύχ. "χοροστατών· χορού κατάρχων" (χοροστατών· αρχηγός χορού). Το ρ. χοροστατώ σήμαινε ηγούμαι του χορού, σχηματίζω το χορό, εκλέγω τα μέλη του.
χοροστασία· σχηματισμός ενός χορού· επίσης, η εκτέλεση της όρχησης, επομένως όρχηση, χορός. Ησύχ.: "χοροστασία· χορός".
χοροστάς (η)· συνήθως στον πληθυντικό, χοροστάδες· γιορτές που εκτελούνταν με χορικούς χορούς (LSJ, Δημ.).
χοροψάλτρια· η κιθαρίστρια που συνόδευε το χορό, παίζοντας χωρίς πλήκτρο.

Βλ. λ. ψάλλω.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: