Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

χρόνος

στην ποίηση και τη $μετρική*, η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. Κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 23 Mb), οι χρόνοι ήταν τρεις: (α) ο βραχύς· "ο ελάχιστος και εις μερισμούς μη πίπτων" (ο μικρότερος και αδιαίρετος)· (β) ο μακρός· "ο τούτου διπλάσιος"· (γ) ο άλογος· "άλογος· ο του μεν βραχέος μακρύτερος, του δε μακρού ελάσσων υπάρχων· υπόσω δέ εστιν ελάσσων ή μείζων δια το λόγω δυσαπόδοτον, εξ αυτού του συμβεβηκότος άλογος εκλήθη" (εκείνος που είναι μακρότερος από τον βραχύ και μικρότερος από τον μακρό· και επειδή δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί πόσο μικρότερος ή μακρότερος είναι, ονομάστηκε άλογος). άλογος χρόνος, κατά τον $Αριστόξενο*Αριστόξενος|, είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να νοηθεί και να εκφραστεί με κλάσματα [τμήματα] του πρώτου χρόνου. Πρώτος χρόνος είναι για τον Αριστόξενο ο βραχύς, ο ελάχιστος: "Πρώτος χρόνος είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να διαιρεθεί με κανένα ρυθμικό τρόπο και πάνω στον οποίο δεν μπορούν να τοποθετηθούν δύο ήχοι ούτε δύο συλλαβές ή δύο ορχηστικές κινήσεις, δηλ. η χρονική μονάδα· χρόνος δίσημος είναι ο χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο, τη χρονική μονάδα. Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο· τετράσημος εκείνος που περιέχει τέσσερις φορές τον πρώτο· πεντάσημος πέντε φορές" (Αριστόξ. Ρυθμός 3, έκδ. Feussner· Ανών. Bell. 53, 1). Έτσι, ο πρώτος χρόνος είναι αδιαίρετος, (ασύνθετος, απλός)· όλοι οι άλλοι είναι σύνθετοι. Ο χρόνος της παύσης λεγόταν χρόνος κενός· ο Αριστείδης (40-41 Mb, R.P.W.-I. 38-39) αναγνώριζε δύο χρόνους κενούς: το λείμμα, τη βραχεία ή απλή παύση, και την πρόσθεση (πρόσθεσις), τη μακρά παύση, διπλάσια της πρώτης. Το τέλος ενός τμήματος σημειωνόταν με το σημείο ¦:, που ονομαζόταν $διαστολή* και σήμαινε μια διακοπή αόριστης διάρκειας. Βλ. τα λ. $παρασημαντική* και $ρυθμός*.

, στην ποίηση και τη μετρική, η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. Κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 23 Mb), οι χρόνοι ήταν τρεις:

(α) ο βραχύς· "ο ελάχιστος και εις μερισμούς μη πίπτων" (ο μικρότερος και αδιαίρετος)·

(β) ο μακρός· "ο τούτου διπλάσιος"·

(γ) ο άλογος· "άλογος· ο του μεν βραχέος μακρύτερος, του δε μακρού ελάσσων υπάρχων· υπόσω δέ εστιν ελάσσων ή μείζων δια το λόγω δυσαπόδοτον, εξ αυτού του συμβεβηκότος άλογος εκλήθη" (εκείνος που είναι μακρότερος από τον βραχύ και μικρότερος από τον μακρό· και επειδή δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί πόσο μικρότερος ή μακρότερος είναι, ονομάστηκε άλογος).
άλογος χρόνος, κατά τον Αριστόξενο, είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να νοηθεί και να εκφραστεί με κλάσματα [τμήματα] του πρώτου χρόνου. Πρώτος χρόνος είναι για τον Αριστόξενο ο βραχύς, ο ελάχιστος: "Πρώτος χρόνος είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να διαιρεθεί με κανένα ρυθμικό τρόπο και πάνω στον οποίο δεν μπορούν να τοποθετηθούν δύο ήχοι ούτε δύο συλλαβές ή δύο ορχηστικές κινήσεις, δηλ. η χρονική μονάδα· χρόνος δίσημος είναι ο χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο, τη χρονική μονάδα. Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο· τετράσημος εκείνος που περιέχει τέσσερις φορές τον πρώτο· πεντάσημος πέντε φορές" (Αριστόξ. Ρυθμός 3, έκδ. Feussner· Ανών. Bell. 53, 1). Έτσι, ο πρώτος χρόνος είναι αδιαίρετος, (ασύνθετος, απλός)· όλοι οι άλλοι είναι σύνθετοι.
Ο χρόνος της παύσης λεγόταν χρόνος κενός· ο Αριστείδης (40-41 Mb, R.P.W.-I. 38-39) αναγνώριζε δύο χρόνους κενούς: το λείμμα, τη βραχεία ή απλή παύση, και την πρόσθεση (πρόσθεσις), τη μακρά παύση, διπλάσια της πρώτης. Το τέλος ενός τμήματος σημειωνόταν με το σημείο ¦:, που ονομαζόταν διαστολή και σήμαινε μια διακοπή αόριστης διάρκειας.

Βλ. τα λ. παρασημαντική και ρυθμός.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: