απόψαλμα (από το αποψάλλω, τραβώ [τις χορδές, τις τρίχες])· το μέρος της χορδής που τραβιέται ή αγγίζεται από τον εκτελεστή. Πορφ. (Comment. στα Αρμ. Πτολ. Wallis III, 295): "καθ' ό τους ήχους αi χορδαί αποδίδουσι, όπου εισί δηλονότι δεδεμέναι" (το μέρος όπου οι χορδές παράγουν τον ήχο, όπου δηλ. είναι δεμένες [στερεωμένες]). Βλ. επίσης Πτολ. Αρμ. Ι, 8. βλ. λ. $ψάλλω*, $ψιλός* , (από το αποψάλλω, τραβώ [τις χορδές, τις τρίχες])· το μέρος της χορδής που τραβιέται ή αγγίζεται από τον εκτελεστή. Πορφ. (Comment. στα Αρμ. Πτολ. Wallis III, 295): "καθ' ό τους ήχους αi χορδαί αποδίδουσι, όπου εισί δηλονότι δεδεμέναι" (το μέρος όπου οι χορδές παράγουν τον ήχο, όπου δηλ. είναι δεμένες [στερεωμένες]). Βλ. επίσης Πτολ. Αρμ. Ι, 8. βλ. λ. ψάλλω, ψιλός
|
|