ψαλτήρ και ψάλτης· $κιθαριστής* που έπαιζε απευθείας με τα δάχτυλα (χωρίς να χρησιμοποιεί πλήκτρο). Πρβ. Ησύχιο.
ψάλτρια (η)· Σέξτος Εμπειρ. (Προς μουσικούς VI, 1): "τας ψαλτρίας μουσικάς" ([περιγράφουμε] τις κιθαρίστριες ως μουσικούς).
, και ψάλτης· κιθαριστής που έπαιζε απευθείας με τα δάχτυλα (χωρίς να χρησιμοποιεί πλήκτρο). Πρβ. Ησύχιο. ψάλτρια (η)· Σέξτος Εμπειρ. (Προς μουσικούς VI, 1): "τας ψαλτρίας μουσικάς" ([περιγράφουμε] τις κιθαρίστριες ως μουσικούς).
|
|