ψόφος θόρυβος, άναρθρος ήχος· απλός ήχος. Κάποτε, όμως απαντά και με τη σημασία του οργανικού [μουσικού] ήχου· $Ευριπίδης* (Κύκλωψ 443): "ήδιον ψόφον κιθάρας" (γλυκύτερο τόνο [ήχο] της κιθάρας). Ο όρος αυτός απαντά συχνά στον Πτολεμαίο και στον $Πορφύριο*Πορφύριος|. Πρβ. Αριστοτ. (Προβλ. XI, 6):"ο δε ψόφος αήρ εστιν ωθούμενος από αέρος" (ο ήχος είναι αέρας πιεζόμενος από αέρα [φύσημα]). , θόρυβος, άναρθρος ήχος· απλός ήχος. Κάποτε, όμως απαντά και με τη σημασία του οργανικού [μουσικού] ήχου· Ευριπίδης (Κύκλωψ 443): "ήδιον ψόφον κιθάρας" (γλυκύτερο τόνο [ήχο] της κιθάρας). Ο όρος αυτός απαντά συχνά στον Πτολεμαίο και στον Πορφύριο. Πρβ. Αριστοτ. (Προβλ. XI, 6):"ο δε ψόφος αήρ εστιν ωθούμενος από αέρος" (ο ήχος είναι αέρας πιεζόμενος από αέρα [φύσημα]).
|
|