ωδός (συναίρ. του αοιδός)· τραγουδιστής. Ηρακλείδης Ποντικός (Περί Πολιτειών 6): "Λακεδαιμόνιοι τον Λέσβιον ωδόν [Τέρπανδρον] ετίμησαν" (οι Λακεδαιμόνιοι τίμησαν τον Λέσβιο αοιδό [Τέρπανδρο]).
Πλάτων (Νόμοι Ζ', 812Β): "τους του Διονύσου εξηκοντούτας ωδούς" (οι εξηντάρηδες τραγουδιστές [αοιδοί] του Διόνυσου).
Πρβ. και Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτικός 1, 2.
, (συναίρ. του αοιδός)· τραγουδιστής. Ηρακλείδης Ποντικός (Περί Πολιτειών 6): "Λακεδαιμόνιοι τον Λέσβιον ωδόν [Τέρπανδρον] ετίμησαν" (οι Λακεδαιμόνιοι τίμησαν τον Λέσβιο αοιδό [Τέρπανδρο]). Πλάτων (Νόμοι Ζ', 812Β): "τους του Διονύσου εξηκοντούτας ωδούς" (οι εξηντάρηδες τραγουδιστές [αοιδοί] του Διόνυσου).
Πρβ. και Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτικός 1, 2.
|
|