Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

Αριστοφάνης

(περ. 450-385 π.Χ.)· γεννήθηκε στον αθηναϊκό δήμο Κυδαθηναίων, αλλά η χρονολογία της γέννησής του δεν είναι σίγουρη. Ξέρουμε μόνο ότι το 427, πολύ νέος ακόμα, έγραψε την πρώτη του κωμωδία Δαιταλής (Συμποσιαστές), η οποία κέρδισε ένα δεύτερο βραβείο. Για την ιδιωτική του ζωή πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά· είναι πιθανό ότι πέρασε την παιδική του ηλικία στην εξοχή, γι' αυτό έτρεφε ιδιαίτερη στοργή για την αγροτική ζωή. Από τις κωμωδίες του 11 σώζονται ολόκληρες: Αχαρνής (425), Ιππής (424), Νεφέλαι (423), Σφήκες (422), Ειρήνη (421), Όρνιθες (414), Λυσιστράτη (411), Θεσμοφοριάζουσαι (411), Βάτραχοι (405), Εκκλησιάζουσαι (392) και Πλούτος (388). Τίποτε δυστυχώς δε σώθηκε από τη μουσική του και πρέπει να καταφεύγουμε στην πλούσια και πολύμορφη $ρυθμοποιία* του και στην ποιητική του γλώσσα, γεμάτη συχνά από σπινθηροβόλο πνεύμα, για να φανταστούμε πώς μπορούσε να είναι ο χαρακτήρας της $μελοποιίας*μελοποιία| του. Ο Gevaert, σε μια ενθουσιώδη εκτίμηση των μουσικών ικανοτήτων του Αριστοφάνη (Aristophane musicien II, σ. 556), υποστηρίζει πως δείχνει μιαν ασύγκριτη ευχέρεια στην αφομοίωση της τεχνικής των προηγουμένων. Πολλές από τις υπάρχουσες φόρμες λυρικής σύνθεσης και παραδοσιακής μουσικής (όπως οι $αρχιλόχειες*Αρχίλοχος| $επωδές*επωδός|, δημοτικά τραγούδια, $ύμνοι*ύμνος|, $σκόλια*σκόλιον|, ορχηστικές $στροφές*στροφή| κτλ.) συναντώνται στα έργα του και υπόκεινται σε μίμηση και επεξεργασία "με σπάνια τελειότητα". Πολλές λυρικές στροφές (με μουσική) δίδονται από τον Αριστοφάνη στο χορό ή κάποτε, επίσης, σε κύριους χαρακτήρες μόνο, ή σε λυρικό διάλογο με το χορό (πρβ. Κ. J. Dover, Aristophanic Comedy, Λονδίνο 1972, σ. 68). Για τον Gevaert και άλλους μελετητές η μεσαία περίοδος των κωμωδιών του, που περιλαμβάνει τους Όρνιθες και τους Βατράχους, αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της τέχνης του. Οι Βάτραχοι, ιδιαίτερα, είναι ίσως η πλουσιότερη και μουσικότερη από όλες τις κωμωδίες του. Θα μπορούσαν να αναφερθούν ειδικά ο λυρικός διάλογος της πρώτης $παρόδου*πάροδος| ανάμεσα στον Διόνυσο και το χορό, και οι ωραίοι και εντυπωσιακοί τέσσερις ύμνοι (δεύτερη πάροδος) στον Διόνυσο, στην Παλλάδα Αθηνά, τη Δήμητρα και τον Ίακχο, με καλά υπολογισμένη αισθητική αντίθεση ανάμεσα στα ενθουσιαστικά και εύθυμα τραγούδια στον Διόνυσο και τον Ίακχο από τη μια, και στον εκφραστικό ύμνο στην Αθηνά και το αγροτικό τραγούδι στη Δήμητρα από την άλλη. Αλλά θά' πρεπε ακόμα να αναφερθούν τα ωραία λυρικά τραγούδια από τις Νεφέλες, "Αέναοι νεφέλαι", στ. 275-290 και "Παρθένοι ομβροφόροι", στ. 298-313 (πρβ. Dover, ό.π., σ. 71). Στις δύο τελευταίες κωμωδίες του το καθαρά μουσικό στοιχείο περιορίζεται σημαντικά, ενώ η $όρχηση*όρχησις| έγινε ο κύριος συντελεστής στα ιντερλούντια. Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι ο Αριστοφάνης ήταν ένας συντηρητικός μουσικός που πίστευε στη μουσική παράδοση. Συχνά χλευάζει και σατιρίζει τις καινοτομίες και τους μουσικούς της "πρωτοπορίας" του 5ου αιώνα. Επαινούσε θερμά τα μέλη του $Σοφοκλή*Σοφοκλής|, αλλά έδειχνε αδικαιολόγητη εχθρότητα προς τη μουσική του $Ευριπίδη*Ευριπίδης|. Ως λυρικός συνθέτης ήξερε πώς να συμβιβάζει τον ιδεαλισμό με το ρεαλισμό και οι κωμωδίες του αντανακλούν την ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, τόσο στη ζωή όσο και στη μουσική. Βλ. Ο. Schroeder, Aristophanes, Cantica, 2η εκδ. 1930, Τ.

, (περ. 450-385 π.Χ.)· γεννήθηκε στον αθηναϊκό δήμο Κυδαθηναίων, αλλά η χρονολογία της γέννησής του δεν είναι σίγουρη. Ξέρουμε μόνο ότι το 427, πολύ νέος ακόμα, έγραψε την πρώτη του κωμωδία Δαιταλής (Συμποσιαστές), η οποία κέρδισε ένα δεύτερο βραβείο. Για την ιδιωτική του ζωή πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά· είναι πιθανό ότι πέρασε την παιδική του ηλικία στην εξοχή, γι' αυτό έτρεφε ιδιαίτερη στοργή για την αγροτική ζωή.



Από τις κωμωδίες του 11 σώζονται ολόκληρες: Αχαρνής (425), Ιππής (424), Νεφέλαι (423), Σφήκες (422), Ειρήνη (421), Όρνιθες (414), Λυσιστράτη (411), Θεσμοφοριάζουσαι (411), Βάτραχοι (405), Εκκλησιάζουσαι (392) και Πλούτος (388).

Τίποτε δυστυχώς δε σώθηκε από τη μουσική του και πρέπει να καταφεύγουμε στην πλούσια και πολύμορφη ρυθμοποιία του και στην ποιητική του γλώσσα, γεμάτη συχνά από σπινθηροβόλο πνεύμα, για να φανταστούμε πώς μπορούσε να είναι ο χαρακτήρας της μελοποιίας του. Ο Gevaert, σε μια ενθουσιώδη εκτίμηση των μουσικών ικανοτήτων του Αριστοφάνη (Aristophane musicien II, σ. 556), υποστηρίζει πως δείχνει μιαν ασύγκριτη ευχέρεια στην αφομοίωση της τεχνικής των προηγουμένων. Πολλές από τις υπάρχουσες φόρμες λυρικής σύνθεσης και παραδοσιακής μουσικής (όπως οι αρχιλόχειες επωδές, δημοτικά τραγούδια, ύμνοι, σκόλια, ορχηστικές στροφές κτλ.) συναντώνται στα έργα του και υπόκεινται σε μίμηση και επεξεργασία "με σπάνια τελειότητα". Πολλές λυρικές στροφές (με μουσική) δίδονται από τον Αριστοφάνη στο χορό ή κάποτε, επίσης, σε κύριους χαρακτήρες μόνο, ή σε λυρικό διάλογο με το χορό (πρβ. Κ. J. Dover, Aristophanic Comedy, Λονδίνο 1972, σ. 68). Για τον Gevaert και άλλους μελετητές η μεσαία περίοδος των κωμωδιών του, που περιλαμβάνει τους Όρνιθες και τους Βατράχους, αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της τέχνης του. Οι Βάτραχοι, ιδιαίτερα, είναι ίσως η πλουσιότερη και μουσικότερη από όλες τις κωμωδίες του. Θα μπορούσαν να αναφερθούν ειδικά ο λυρικός διάλογος της πρώτης παρόδου ανάμεσα στον Διόνυσο και το χορό, και οι ωραίοι και εντυπωσιακοί τέσσερις ύμνοι (δεύτερη πάροδος) στον Διόνυσο, στην Παλλάδα Αθηνά, τη Δήμητρα και τον Ίακχο, με καλά υπολογισμένη αισθητική αντίθεση ανάμεσα στα ενθουσιαστικά και εύθυμα τραγούδια στον Διόνυσο και τον Ίακχο από τη μια, και στον εκφραστικό ύμνο στην Αθηνά και το αγροτικό τραγούδι στη Δήμητρα από την άλλη. Αλλά θά' πρεπε ακόμα να αναφερθούν τα ωραία λυρικά τραγούδια από τις Νεφέλες, "Αέναοι νεφέλαι", στ. 275-290 και "Παρθένοι ομβροφόροι", στ. 298-313 (πρβ. Dover, ό.π., σ. 71). Στις δύο τελευταίες κωμωδίες του το καθαρά μουσικό στοιχείο περιορίζεται σημαντικά, ενώ η όρχηση έγινε ο κύριος συντελεστής στα ιντερλούντια.

Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι ο Αριστοφάνης ήταν ένας συντηρητικός μουσικός που πίστευε στη μουσική παράδοση. Συχνά χλευάζει και σατιρίζει τις καινοτομίες και τους μουσικούς της "πρωτοπορίας" του 5ου αιώνα. Επαινούσε θερμά τα μέλη του Σοφοκλή, αλλά έδειχνε αδικαιολόγητη εχθρότητα προς τη μουσική του Ευριπίδη. Ως λυρικός συνθέτης ήξερε πώς να συμβιβάζει τον ιδεαλισμό με το ρεαλισμό και οι κωμωδίες του αντανακλούν την ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, τόσο στη ζωή όσο και στη μουσική.

Βλ. Ο. Schroeder, Aristophanes, Cantica, 2η εκδ. 1930, Τ.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: