αρμάτειον $μέλος*· πένθιμο τραγούδι, $θρήνος*. Ευρ. Ορέστης (1383-1385): "ως δ' όλόμενον στένω αρμάτειον μέλος" (πώς θρηνώ με πένθιμο τραγούδι το καταστραμμένο [Ίλιο]). , μέλος· πένθιμο τραγούδι, θρήνος. Ευρ. Ορέστης (1383-1385): "ως δ' όλόμενον στένω αρμάτειον μέλος" (πώς θρηνώ με πένθιμο τραγούδι το καταστραμμένο [Ίλιο]).
|
|