αρμογή (από το αρμόζω ή αρμόττω, ταιριάζω, συνδέω)· μέθοδος κουρδίσματος (LSJ)· χόρδισμα, $αρμονία*.
Κατά τον Φρύνιχο, αναπροσαρμογή του κουρδίσματος από έναν $τόνο*τόνος| σε άλλο· αλλά ο ορθός όρος γι' αυτό πρέπει νά' ναι η $μεθαρμογή*. Το κείμενο του Φρύνιχου (εκδ. I. de Borries, σσ. 24-25) είναι το ακόλουθο: "αρμογή μουσικόν τώνομα, τιθέμενον επί των αρμόσεων, ας ποιούνται οι μουσικοί, επειδάν εξ αρμονίας εις ετέραν αρμονίαν μετίωσι, φέρε εκ Δακρίων εις Υποδώρια [Anecd. Bekker 15, 20 "Υποϊώνια"] ή εκ Φρυγίων εις Υπερμιξολύδια, ή όλως εκ τίνος τόνου εις έτερον τόνον, ου ταύτον ούσα η αρμογή της μεταβολής... Αρμογή δε εστιν, όταν αυλήσας τον Φρύγιον τόνον και εκτελέσας το τε άσμα και τα κρούματα τελείως μεθαρμόττηται εις έτερον τόνον, Υποφρύγιον ή Λύδιον ή τίνα των τρισκαίδεκα αρμονιών· δύναται δ' αν και η μεταβολή αρμογή καλείσθαι". (Αρμογή είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στα κουρδίσματα που κάνουν οι μουσικοί, όταν πηγαίνουν από μιαν αρμονία σε άλλη, όπως λ.χ. από τη $δωρική*δώριος| στην $υποδωρική*υποδώριος|, ή από τη $φρυγική*φρύγιος| στην $υπερμιξολυδική*υπερμιξολύδιος| ή γενικά από έναν τόνο σε άλλο· χωρίς νά' ναι η αρμογή το ίδιο με τη $μεταβολή*... Αρμογή είναι όταν, αφού παίξει στον αυλό στον φρυγικό τόνο και εκτελέσει τελείως το τραγούδι και τα οργανικά μέρη, ξαναταιριάζει (ξανακουρδίζει) το όργανο σ' έναν άλλο τόνο, λ.χ. στον φρυγικό ή λυδικό ή οποιονδήποτε άλλο από τους δεκατρείς τόνους [αρμονίες, όπως γράφει]· η μεταβολή μπορεί επίσης να ονομαστεί αρμογή).
Πρβ. Kock CAF (Ι, 260 και σημ· Εύπολις, απόσπ. 11): "ταύτην εγώ ζητών πάλαι την αρμογήν" (αυτή είναι η αρμογή που αναζητώ). Επίσης, Πολυδ. IV, 57 και $Σούδα* στο λ. "αρμογή".
Βλ. τα λ. $αρμονία*, $άρμοσις*, $ηρμοσμένος*. , (από το αρμόζω ή αρμόττω, ταιριάζω, συνδέω)· μέθοδος κουρδίσματος (LSJ)· χόρδισμα, αρμονία. Κατά τον Φρύνιχο, αναπροσαρμογή του κουρδίσματος από έναν τόνο σε άλλο· αλλά ο ορθός όρος γι' αυτό πρέπει νά' ναι η μεθαρμογή. Το κείμενο του Φρύνιχου (εκδ. I. de Borries, σσ. 24-25) είναι το ακόλουθο: "αρμογή μουσικόν τώνομα, τιθέμενον επί των αρμόσεων, ας ποιούνται οι μουσικοί, επειδάν εξ αρμονίας εις ετέραν αρμονίαν μετίωσι, φέρε εκ Δακρίων εις Υποδώρια [Anecd. Bekker 15, 20 "Υποϊώνια"] ή εκ Φρυγίων εις Υπερμιξολύδια, ή όλως εκ τίνος τόνου εις έτερον τόνον, ου ταύτον ούσα η αρμογή της μεταβολής... Αρμογή δε εστιν, όταν αυλήσας τον Φρύγιον τόνον και εκτελέσας το τε άσμα και τα κρούματα τελείως μεθαρμόττηται εις έτερον τόνον, Υποφρύγιον ή Λύδιον ή τίνα των τρισκαίδεκα αρμονιών· δύναται δ' αν και η μεταβολή αρμογή καλείσθαι". (Αρμογή είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στα κουρδίσματα που κάνουν οι μουσικοί, όταν πηγαίνουν από μιαν αρμονία σε άλλη, όπως λ.χ. από τη δωρική στην υποδωρική, ή από τη φρυγική στην υπερμιξολυδική ή γενικά από έναν τόνο σε άλλο· χωρίς νά' ναι η αρμογή το ίδιο με τη μεταβολή... Αρμογή είναι όταν, αφού παίξει στον αυλό στον φρυγικό τόνο και εκτελέσει τελείως το τραγούδι και τα οργανικά μέρη, ξαναταιριάζει (ξανακουρδίζει) το όργανο σ' έναν άλλο τόνο, λ.χ. στον φρυγικό ή λυδικό ή οποιονδήποτε άλλο από τους δεκατρείς τόνους [αρμονίες, όπως γράφει]· η μεταβολή μπορεί επίσης να ονομαστεί αρμογή). Πρβ. Kock CAF (Ι, 260 και σημ· Εύπολις, απόσπ. 11): "ταύτην εγώ ζητών πάλαι την αρμογήν" (αυτή είναι η αρμογή που αναζητώ). Επίσης, Πολυδ. IV, 57 και Σούδα στο λ. "αρμογή".
Βλ. τα λ. αρμονία, άρμοσις, ηρμοσμένος.
|
|