αηδών αηδόνι, αλλά μεταφορικά το $γλωσσίδι*γλωττίς| του αυλού και ο ίδιος ο $αυλός*. Ησ.: "αηδόνα· γλωσσίδα μεταφορικώς Ευριπίδης Οιδίποδι" (ο Ευριπίδης στον Οιδίποδα [ονόμασε] μεταφορικά το γλωσσίδι [του αυλού] αηδών). Επίσης "και τους αυλούς δε λωτίνας αηδόνας που έφη (Ευριπίδης)" (επίσης κάπου [ο Ευριπίδης] ονόμασε τους αυλούς αηδόνες κατασκευασμένες από λωτό). Βλ. Nauck Eur. Perd. Frg. σ. 149, απόσπ. 560 και σ. 261, απόσπ. 923 (Fabularum frg.) και σημ.
, αηδόνι, αλλά μεταφορικά το γλωσσίδι του αυλού και ο ίδιος ο αυλός. Ησ.: "αηδόνα· γλωσσίδα μεταφορικώς Ευριπίδης Οιδίποδι" (ο Ευριπίδης στον Οιδίποδα [ονόμασε] μεταφορικά το γλωσσίδι [του αυλού] αηδών). Επίσης "και τους αυλούς δε λωτίνας αηδόνας που έφη (Ευριπίδης)" (επίσης κάπου [ο Ευριπίδης] ονόμασε τους αυλούς αηδόνες κατασκευασμένες από λωτό). Βλ. Nauck Eur. Perd. Frg. σ. 149, απόσπ. 560 και σ. 261, απόσπ. 923 (Fabularum frg.) και σημ.
Βλ. γλωττίς, αυλός, όργανα,
|
|