αείδω (:αFείδω, αοιδός:αFυδός και συνηρημένο "άδω"):τραγουδώ, ψάλλω. "Μ~ηνιν {?αειδε θεά" ("Την οργή ψάλλε θεά", έτσι αρχίζει η "Ιλιάδα"του Ομήρου)."{ ?Αδω ε[ις τινα":ψάλλω προς τιμήν κάποιου. "Φρουρ~ας {?αδω":"τραγουδώ την ώρα που φρουρώ". "`{ ?Αδεις {εχων":"ματαίως λαλείς και φλυαρείς". Ετυμολογικά ο Wackernagel το σχετίζει προς το αυδάω:φωνώ , λαλώ (κατ` ανομείωση αFευδω >αFειδω). Την ετυμολογία αυτή στηρίζει στον Brugnamann περί του "Fείπον" (από το Fεύπον "κατ` ανομοίωσιν", με ρίζα:ueuk, σανσκριτική). ,
|
|