Αετόςονομαστό συμφωνικό ποίημα του Γ. Σκλάβου, βασισμένο στο πασίγνωστο ομώνυμο δημοτικό τραγούδι. Η σύνθεση του τελείωσε το καλοκαίρι του 1922 και το έργο ως συναυλιακό κομμάτι (αφιερωμένο στον Α. Μαρσίκ) πρωτοεκτελέστηκε από τη Συμφωνική του Ωδείου Αθηνών υπό τον Ι. Μπούτνικοφ (26.12.1923). Από τότε γνώρισε πολλές εκτελέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (Βουκουρέστι 1925, Ισπανία 1930, Βερολίνο 1938, ΗΠΑ 1939, κ.λπ.). Ως χορόδραμα (μονόπρακτο) ανέβηκε από την ΕΛΣ τον Νοέμβριο του 1946, με διευθυντή ορχ. τον Αντ. Ευαγγελάτο και σολίστ τους Τατιάνα Βαρούτη και ?γγελο Γριμάνη. Η υπόθεση έχει ως εξής:"Τα παλληκάρια της κλεφτουριάς μισοκοιμούνται σε μια σπηλιά του βουνού, ενώ ξημερώνει. Φτάνει η Κοπέλα που θ' αρραβωνιαστεί το Πρωτοπαλλήκαρο και με το χορό της εκφράζει το άσχημο όνειρο που είδε, ενώ ένας αετός έρχεται και κουρνιάζει στο βράχο επιτείνοντας το μαύρο προαίσθημα... Τα παλληκάρια ξυπνούν και ο γέρο-Αρματωλός τα ορκίζει στα καρυοφύλια τους (Χορός των Όπλων). Η Κοπέλα εκφράζει προς το Πρωτοπαλλήκαρο τους φόβους της, ενώ λιποθυμάει. Μπαίνουν οι χωριανές με τα δώρα και τα συχαρίκια. Ο Γέρος και η Κουμπάρα συνεφέρνουν την Κοπέλα και ξανασμίγουν τους αρραβωνιασμένους, που πάνε ν' ανταλλάξουν το φιλί των αρραβώνων. Όμως τη στιγμή εκείνη αναγγέλλεται η άφιξη του εχθρού. Οι αγωνιστές εκφράζουν προς την σημαία την πίστη τους για τη νίκη. Οι γυναίκες τους ακολουθούν και τους βοηθούν. Ο εχθρός συντρίβεται, αλλά το Παλληκάρι πληγώνεται θανάσιμα και ξεψυχάει στα χέρια της απαρηγόρητης μνηστής του. Ο αετός σκεπάζει με τα φτερά του το νεκρό και του παίρνει το κεφάλι, αναβάζοντάς το ψηλά στο βράχο σαν σύμβολο της ελληνικής λεβεντιάς· της ίδιας εκείνης λεβεντιάς που εμπνέει τους αδρούς στίχους του "Αετού":
"Ένας αητός εδιάβαινε, ένας αητός διαβαίνει,
Κρατούσε και στα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι,
Βολές, Βολές το τσίμπαγε, βολές, βολές του λέει:
Κεφάλι κακοκέφαλο, μωρέ κακό κεφάλι
Τί είν' αυτό που έκανες κι' είσαι κριματισμένο,
Πώς σού 'ρθε και κατάντησες στα νύχια τα δικά μου ;
Φάγε πουλί τα νιάτα μου, φάγε και την αντρειά μου.
Να κάνης πήχυ τα φτερά και πιθαμή τα νύχια.
Στα Χάσια και στον Όλυμπο, δώδεκα χρόνους κλέφτης
Στο Λούρο, στο Ξηρόμερον, αρματωλός εστάθην,
Εξήντ' αγάδες σκότωσα κι' έκαψα τα χωριά τους
Κι' όσους στον τόπο άφηκα και Τούρκους κι' Αρβανίτες
Είναι πολλοί, πουλάκι μου και μετρημό δεν έχουν.
Τώρα ήρτ' η αράδα μου και μέ, στον πόλεμο να πέσω".
,