αρμονικός (ουσ.)· ένας θεωρητικός που ασχολείται με τη μελέτη της $αρμονικής*αρμονική| επιστήμης. Ο Αριστόξενος συχνά αποκαλεί τους πρόδρομούς του στην επιστήμη της αρμονίας "αρμονικούς".
Βλ. Πλούτ. Περί μουσ. 1142F, 33· Πτολεμ. Αρμ. (Wallis ΙΙΙ, 1)· Αλύπ:. Εισ. (C.v.J. 367, Mb 1)· Mart. Cap. Περί μουσικής (IX, 182 Mb). , (ουσ.)· ένας θεωρητικός που ασχολείται με τη μελέτη της αρμονικής επιστήμης. Ο Αριστόξενος συχνά αποκαλεί τους πρόδρομούς του στην επιστήμη της αρμονίας "αρμονικούς". Βλ. Πλούτ. Περί μουσ. 1142F, 33· Πτολεμ. Αρμ. (Wallis ΙΙΙ, 1)· Αλύπ:. Εισ. (C.v.J. 367, Mb 1)· Mart. Cap. Περί μουσικής (IX, 182 Mb).
|
|