άρμοσις το κούρδισμα ενός οργάνου (κυρίως η πράξη του κουρδίσματος, και συνεκδοχικά το αποτέλεσμα της πράξης, δηλ. το κούρδισμα).
Βλ. τα λ. $αρμογή*, $αρμονία*, $ηρμοσμένος*· και για το κούρδισμα της λύρας και της κιθάρας βλ. λ. $λύρα*.
, το κούρδισμα ενός οργάνου (κυρίως η πράξη του κουρδίσματος, και συνεκδοχικά το αποτέλεσμα της πράξης, δηλ. το κούρδισμα). Βλ. τα λ. αρμογή, αρμονία, ηρμοσμένος· και για το κούρδισμα της λύρας και της κιθάρας βλ. λ. λύρα.
|
|