(ο,η), ο "α[ιόλου φων`ην {εχων", δηλαδή:ο "ποικιλόφωνος", εκείνος που τροποποιεί πολυποίκιλα τη φωνή του στο τραγούδι. Σχετικές αρχαίες εκφράσεις:"αιολόφωνος κιθάρα,-αηδών".