Ακρόαμα και ακρομάζομαι άκουσμα, ό,τι κάποιος "ακροάται". Ιδιαίτερα, ό,τι κάποιος "ακροάται ευχαρίστως":"θεάματα και ακροάματα κάλλιστα". Στη θεατρική πράξη, θέαμα και ακρόαμα εναρμονίζονται. Οι Έλληνες πρωτοβάφτισαν το χώρο όπου έδιναν τις παραστάσεις τους "θέατρον"(από το "θε~ωμαι"), ενώ αντίθετα οι Ρωμαίοι auditorium (από το "αudio":[ακρο~ωμαι). Αυτό όμως δεν αποτελεί ένδειξη για την αντίστοιχη αισθητική τους προτίμηση. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν "ακροάματα"τόσο τα μουσικά διαλείμματα κατά τους αγώνες όσο και οι κατά τα συμπόσια παρεχόμενες διασκεδάσεις (μουσική, άσματα, χοροί, κ.λπ.). Επίσης, έτσι λέγονταν αυτά-καθαυτά τα πρόσωπα που εκτελούσαν τα ακροάματα "α[υλητρίδας κα`ι ψαλτρίας κα`ι τ`α τοια~υτα τ~ων [ακροαμάτων". "Ακροάματα"καλεί ο Πολύβιος τους αοιδούς, ενώ ο Πλούταρχος και ο Αθήναιος:τους υποκριτές, τους αναγνώστες, κ.ά. Το σχετικό ρήμα εκφέρεται και ως "[ακουρμαίνομαι". ,
|
|