μουσικός όρος της ελλ. αρχαιότητας για 'κείνα που δεν παίχτηκαν κι έτσι δεν ήχησαν αρμονικά· επομένως, όρος για τα άμουσα, τα παράτονα, τα παράφωνα. "Μέλη πάραυλα κ' {ακρότητα κύμβαλα" ("Τραγούδια φάλτσα και κακόφωνα κύμβαλα").