άσκαρος είδος κροτάλου (καστανιέτα). Ησ.: "γένος υποδημάτων ή σανδαλιών οι δε $κρόταλα*". Ο άσκαρος ήταν, όπως πίστευαν μερικοί, το ίδιο ή παρόμοιο με ένα άλλο κρουστό όργανο, την $ψιθύρα* (Πολυδ. IV, 60: "ένιοι δε την ψιθύραν την αυτήν είναι τω ασκάρω ονομαζομένω νομίζουσι").
ασκαροφόρος λεγόταν εκείνος που κρατούσε και έπαιζε τον άσκαρο. , είδος κροτάλου (καστανιέτα). Ησ.: "γένος υποδημάτων ή σανδαλιών οι δε κρόταλα". Ο άσκαρος ήταν, όπως πίστευαν μερικοί, το ίδιο ή παρόμοιο με ένα άλλο κρουστό όργανο, την ψιθύρα (Πολυδ. IV, 60: "ένιοι δε την ψιθύραν την αυτήν είναι τω ασκάρω ονομαζομένω νομίζουσι").
ασκαροφόρος λεγόταν εκείνος που κρατούσε και έπαιζε τον άσκαρο.
|
|